- υποβίβαση
- η, Ν [υποβιβάζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποβιβάζω, υποβιβασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποβίβαση — η υποβιβασμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυματανάπαλση — η η εκ περιτροπής ύψωση και υποβίβαση τού νερού, το ανεβοκατέβασμα τού νεροῡ λίμνης ή κλειστής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + ἀνά παλση (< ἀνα πάλλομαι)] … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Μπέκμαν, Ερνστ — (Ernst Beckmann, Ζόλινγκεν 1853 – Βερολίνο 1923). Γερμανός φυσικός και χημικός. Μαθητής του Κόλμπε και του Όστβαλντ, έγινε αργότερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έκανε ενδιαφέρουσες έρευνες στην οργανική χημεία, στη φυσικοχημεία και… … Dictionary of Greek
κατέβασμα — το, ατος 1. κατάβαση, κάθοδος: Στο κατέβασμα της σκάλας γλίστρησε. 2. υποβίβαση, υποτίμηση: Με το κατέβασμα της τιμής του πετρελαίου πολλά πράγματα φτηνύνανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεπεσμός — ξεπεσμός, ο και ξέπεσμα, το, ατος 1. έκπτωση, κατάπτωση, παρακμή, υποβίβαση. 2. μτφ. η υλική ή ηθική παρακμή: Τέτοιο ξεπεσμό του δεν τον φανταζόταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποβιβασμός — ο 1. χαμήλωμα, κατέβασμα, υποβίβαση. 2. μτφ., μείωση, ελάττωση, ταπείνωση: Υποβιβασμός του ταγματάρχη σε λοχαγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)